- βούτη(γ)μα
- τό1) погружение, окунание; обмакивание; 2) ныряние; 3) печенье, сухари (обмакиваемые в кофе, молоко); 4) хватанье руками; лапанье (груб. ); 5) воровство, кража
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούτη — και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις) 1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ. 2. σκάφη 3. δοχείο απορριμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Βούτῃ — Βούτης herdsman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούτῃ — βούτης herdsman masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… … Dictionary of Greek
βούτα — (I) η [βουτώ] 1. κατάδυση με το κεφάλι, βουτιά 2. αποπληξία 3. λαθροχειρία, κλοπή. (II) η βλ. βούτη … Dictionary of Greek
βούτις — βοῡτις και βοῡττις, η (Α) κάδος, συνήθως ξύλινος, με σχήμα κόλουρου κώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βούτη) … Dictionary of Greek
βούττη — και βοῡττις, η (Μ) βλ. βούτη … Dictionary of Greek
βυτίνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 885 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Βυτίνας. Βρίσκεται σε ορεινή κοιλάδα του βόρειου Μαινάλου, σε γραφική θέση, με ξηρό και εξαιρετικά υγιεινό κλίμα. Διαθέτει λαϊκή… … Dictionary of Greek
πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
Βουτάδαι — Μικρός αρχαίος δήμος της Αττικής, που ονομάστηκε έτσι από το ιερατικό γένος των Βουταδών. Οι Β. κατάγονταν από τον ήρωα Βούτη, έναν από τους Αργοναύτες, ιερέα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. Από την οικογένεια αυτή προέρχονταν υποχρεωτικά ο ιερέας… … Dictionary of Greek